αεί, επίρρ. [<αρχ. ἀεί], πάντα: «νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν»·
- μ’ έφερε στο νυν και αεί, με έφερε στο απροχώρητο, με έφερε εκεί που δεν πάει άλλο: «σκέφτομαι να χωρίσω, γιατί με την γκρίνια της μ’ έφερε στο νυν και αεί»· 
- έφτασα στο νυν και αεί, έφτασα στο απροχώρητο, έφτασα εκεί που δεν πάει άλλο: «παρά τις παρατηρήσεις μου εξακολουθούσε να κάνει αταξίες, ώσπου έφτασα στο νυν και αεί και τον έδειρα».